Παρασκευή, Απριλίου 28, 2006

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΕΣΤΕΤ Χοσέ Γιέρρο

 Εσύ που οσμίζεσαι το άνθος της ωραίας λέξης
ίσως δεν καταλαβαίνεις τις χωρίς άρωμα δικές μου.
Εσύ που ψάχνεις το νερό που τρέχει διάφανο
δεν πρέπει να πιεις τα κόκκινα νερά μου.

Εσύ που ακολουθείς το πέταγμα της ομορφιάς, ίσως
ποτέ δεν σκέφτηκες πώς μας φλερτάρει ο θάνατος
ούτε πώς ζωή και θάνατος – νερό και φωτιά- αδελφωμένα
σκάβουν σιγά σιγά το βράχο μας.

Τελειότης της ζωής που μας διαπλάθει και μας ετοιμάζει
για του θανάτου την τελειότητα τη μακρινή.
Τα υπόλοιπα, λέξεις, λέξεις, όλο λέξεις,
Αχ! Τι θαυμάσιες λέξεις!

Εσύ που πίνεις το κρασί στην ασημένια κούπα
δεν γνωρίζεις το δρόμο της πηγής που αναβλύζει
στην πέτρα. Δεν χορταίνεις τη δίψα σου στο καθαρό νερό της
με τα δυο χέρια σου σαν κούπα.

Τα ξέχασες όλα γιατί τα ξέρεις όλα.
Περνάς για αφεντικό, κι όχι αδελφός μικρός των όσων ονομάζεις.
Και ξεχνάς ( «Το Έργο Μου», λες) ξεχνάς
ότι ζωή και θάνατος είναι το έργο σου.

Δεν ήρθες στη γη να βάλεις σύνορα και τάξη
στην θαυμαστή αταξία των πραγμάτων.
Ήρθες να τα ονομάσεις, να τα μεταλάβεις
χωρίς να υψώσεις φράχτες για τη δόξα σου.

Τίποτα δεν σου ανήκει. Όλα πλημμύρα είναι, χείμαρρος.
Και τα νερά σου στη χρονική σου κοίτη εκβάλλουν.
και γινωμένα ένα ποτάμι τα ρίχνεις στη θάλασσα
«που είναι ο θάνατος» όπως λέει κι ο στίχος.

Δεν ήρθες για να βάλεις τάξη, σύνορο. Ήρθες
να κάνεις για ν’ αλέσει η μυλόπετρα με το περαστικό νερό σου.
Το τέλος σου δεν βρίσκεται σε σένα ( «Το Έργο Μου», λες) , ξεχνάς
ότι ζωή και θάνατος είναι το έργο σου.

Και πως το άσμα που σήμερα λες σβηστό θα ‘ναι μια μέρα
από τη μουσική άλλων κυμάτων.

 Μετ. Β.Λ.