Μεταφράσεις

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 21, 2007

Εουτζένιο Μοντάλε, Ποιήματα

Η ζωή σε πρόζα


Είναι γεγονός ότι η ζωή δεν εξηγείται
ούτε από τη βιολογία
oύτε από τη θεολογία.
Η ζωή έχει βάθος
ακόμη κι όταν περνάει αμέσως
σαν τη ζωή της πεταλούδας -
η ζωή παραμένει πλούσια
ακόμη κι όταν το χώμα είναι ξερό.
Ανελέητος είν' ο αγώνας
για να καταλήξει ανούσια κι αφόρητη.
Δεν μένει παρά το ασύνειδο βάθος
η τελευταία φάρσα του ξέπνοου θεάτρου μας.
Θα έστελνα σε καταναγκαστικά έργα ή στην κρεμάλα
όποιον την πιστεύει ή την υπομένει. Είναι φανερό ότι ο ανήδεος
αρκεί για να σκεπάζει το σκοτάδι.
*

[trad.: Silio D'Aprile/μτφρ.: Silio D'Aprile]


***
Mottetti


Το ξέρεις, να σε ξαναχάσω
πρέπει, και δεν μπορώ.
Σα σημάδι διορθωμένο μου σαλεύει
κάθε έργο, κάθε κραυγή, κι η αρμυρή ακόμα
πνοή που πλημμυράει τους μώλους
και τη χλωμή άνοιξη κάνει
στη Σοττορίπα.

Τόπος από σιδερικά κι από δενδροφυτείες
σε δάσος μες στου αποσπερνού τη σκόνη.
Ασταμάτητο βούισμα έρχεται απόξω, σα νύχι
σπαράζει τα τζάμια. Το χαμένο ζητάω
σημάδι, το μόνο θύμημα που είχα σα χάρη
από σένα.
Κ’ η κόλαση είναι σίγουρη.


Μετ. Μαργαρίτα Δαλμάτη.

***

ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ

Να μπορούσα τουλάχιστον να κλείσω

Σ’ αυτό μου το ρυθμό που αγκομαχά

Κάτι απ’ το παραμιλητό σου·

Να μου δινόταν να ταιριάσω

Στις δικές σου φωνές την τραυλή μιλιά μου,-

Εγώ που ονειρευόμουν να σου κλέψω

Τα λόγια τ’αρμυρά

Όπου φύση και τέχνη γίνονται ένα

Για να διαλαλήσω πιο καλά τη μελαγχολία μου

Γερασμένου παιδιού που δεν έπρεπε να συλλογάται.

Κι ωστόσο δεν έχω άλλα απ΄τα φθαρμένα γράμματα

Των λεξικών, και τη σκοτεινή

Φωνή που για έρωτα μιλεί, σβήνει

Γίνεται αξιοθρήνητη φιλολογία.

Δεν έχω άλλα από τα λόγια αυτά

Που σαν δημόσιες γυναίκες

Προσφέρονται σ’ όποιον τις θέλει·

Δεν έχω άλλες απ’ τις κουρασμένες τούτες φράσεις

Που κι αύριο μπορεί να μου τις κλέψουν

Ρέμπελοι φοιτητές γι’ αληθινούς στίχους.

Κι η βοή σου αυξαίνει κι απλώνεται

Γαλάζιος ο νέος ίσκιος.

Μ’ αφήνουν οι σκέψεις μου για δοκιμή.

Αισθήσεις δεν έχω, ούτε νου. Δεν έχω όρια.

μετάφραση: Δημήτρης Νικολαρεΐζης


Κυριακή, Αυγούστου 20, 2006

Ντύλαν Τόμας, Κι ο Θάνατος δε θάχει πια εξουσία

Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί θα γίνουν ένα
Με τον άνθρωπο του ανέμου και του δυτικού φεγγαριού
Όταν ασπρίσουν τα κόκκαλά τους και τριφτούν τ' άσπρα κόκκαλα
θάχουν αστέρια στον αγκώνα και στο πόδι
Αν τρελλάθηκαν η γνώση τους θα ξαναρθεί,
Αν βούλιαξαν στο πέλαγος θ' αναδυθούν
Αν χάθηκαν οι εραστές δεν θα χαθεί η αγάπη
Κι ο θάνατος δεν θαχει πια εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Όσους βαθειά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών
Δεν θ' αφανίσει ανεμοστρόβιλος
Κι αν στρίβει ο τροχαλίας κι οι κλειδώσεις ξεφτίζουν
Στον τροχό αν τους παιδεύουν δεν θα τους συντρίψουν
Στα σπασμένα τα χέρια τους θαναι η πίστη διπλή
Κι οι μονόκεροι δαίμονες ας τρυπούν το κορμί
Χίλια κομμάτια θρύψαλα κι αράγιστοι θα μείνουν
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Ας μη φωνάζουν πια στο αυτί τους γλάροι
Ας μην σπάζει μ' ορμή στο γιαλό τους το κύμα
Εκεί που εν' άνθι φούντωνε δεν έχει τώρα ανθό
Να υψώσει την κορφή του στης βροχής το φούντωμα
Τρελλοί, μπορεί, και ξόδια, ψόφια καρφιά, μα ιδές
Φύτρα των σημαδιών τους, να, σφυριές οι μαργαρίτες
Ορμούν στον ήλιο ωσότου ο ήλιος να καταλυθεί,
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία

Μετ. Λύντια Στεφάνου

Στεφάν Μαλλαρμέ, Θαλασσινή αύρα

Η σάρκα εθλίβη, αλλί! και διάβασα όλα τα βιβλία.
Να φύγω! Εκεί να φύγω! Νιώθω με πόση γοητεία
Μεθούν τα πουλιά ανάμεσα σε αφρούς και σε ουρανό!
Τίποτα, ούτε αρχαίοι κήποι σε ματιών κατοπτρισμό,
Δεν σταματά την καρδιά αυτή που η θάλασσα διαβρέχει,
Νύκτες! Ούτε το έρημο φως της λάμπας μου που αντέχει
Πάνω στο χαρτί τ' άδειο, λευκότητα αμυντική
Κι ούτε η νεαρή γυναίκα η θηλάζουσα το παιδί.
Θα φύγω! Πλοίο, έχοντας την εξάρτιση λικνίσει,
Την άγκυρά σου σήκωσε για ξωτική μια φύση!
Μια ανία, συντριμμένη απ' των ελπίδων το δαρμό,
Στων μαντηλιών πιστευει το στερνό χαιρετισμό
Ακόμα! Κ' ίσως οι ιστοί που καλούν τις τρικυμίες
Είναι απ' αυτούς που ο άνεμος γέρνει σε ναυαγίων λείες,
Χωρίς ιστούς, χωρίς ιστούς ούτε ευφορα νησιά...
Μα, το άσμα των ναυτών άκου, ω φευγάτη μου καρδιά!

Μετ. Γ. Πατριαρχέας

Κυριακή, Μαΐου 21, 2006

ΜΟΙΡΑ ΠΟΙΗΤΗ Οκτάβιο Πας

Λεξούλες; Ναι από αέρα,
και στον αέρα χαμένες.
Άσε με να χαθώ μέσα σε λέξεις
άσε με να 'μαι ο αέρας δε δυό χείλια,
ένα φύσημα αλήτικο δίχως περίγραμμα
που στον αέρα διαλύεται.

Ακόμα και το φως στον εαυτό του χάνεται.

Σάββατο, Απριλίου 29, 2006

Ψυχορράγημα Γκιουζέππε Ουνγκαρέττι

Να πεθάνεις όπως οι διψασμένοι κορυδαλλοί
στον αντικατοπτρισμό

Ή σαν ορτύκι στους πρώτους θάμνους
αφού διασχίσει το πέλαγος
μην έχοντας πιά διάθεση να πετά.

Μα όχι να ζεις θρηνολογώντας
σαν τυφλωμένη καρδερίνα.

Μετ.Φοίβος Πιομπίνος

ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΑΥΡΟ Μιγκέλ Ερνάντεθ

 ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΑΥΡΟ για το πένθος έχω µοίρα
και για τον πόνο σαν τον ταύρο έχω σηµάδι
στο πλευρό µου µ' ένα σίδερο του Άδη
και του ßουßώνα τον καρπό ανδρισµού πείρα.

Σαν τον ταυρο που µου τη µετράει λίγη
την καρδιά που σαν απέραντη φαντάζει,
της µορφής σου ο έρωτας µε αναγκάζει,
σαν τον ταυρο να σου φωνάζω ό, τι µε πνίγει.

Σαν τον ταύρο µες στα σίδερα ωριµάζω
στην καρδιά µου έχει η γλώσσα µου ßαφτεί
κι έχω µέσα στο λαιµό έναν ήχο µαύρο.

Σαν τον ταύρο ακολουθώ και σε κοιτάζω
και τον πόθο µου αφήνεις σε σπαθί,
σαν τον ταύρο να γυρίζω σαν τον ταύρο

µετ. Β.Λ.


ΦΟΥΓΚΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ Πάουλ Τσελάν

 ΜΑΥΡΟ γάλα του πρωινού το πίνουμε το βράδυ
Το πίνουμε το μεσημέρι και το πρωί το πίνουμε τη νύχτα πίνουμε όλο πίνουμε
σκάβουμε έναν τάφο στον αέρα όπου κείτεται κανείς ευρύχωρα
Ένας άντρας κατοικεί στο σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν σκοτεινιάζει κατά τη Γερμανία τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
γράφει και βγαίνει μικρός στο σπίτι και αστράφτουν τ αστέρια σφυρίζει στα λυκοσκυλά του
σφυρίζει στους Εβραίους του τους βάζει να σκάψουν έναν τάφο στη γη
μας διατάζει παίχτε τώρα για να χορέψετε

Μαύρο γάλα του πρωινού σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το πρωί και το μεσημέρι σε πίνουμε το βράδυ
πίνουμε όλο πίνουμε¨
Ένας άντρας κατοικεί στο σπίτι και παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν σκοτεινιάζει κατά τη Γερμανία τα χρυσά σου
μαλλιά Μαργαρίτα
Τα στάχτινα μαλλιά σου Σουλαμίτιδα σκάβουμε έναν τάφο
στον αέρα όπου κανείς κείτεται ευρύχωρα
Φωνάζει σκάφτε βαθύτερα στο χώμα και σεις και σεις τραγουδήστε και παίχτε
αρπάζει τ όπλο από τη ζώνη του το στρυφογυρίζει τα μάτια του είναι γαλάζια
Χώστε βαθύτερα τις τσάπες και σεις και σεις μη σταματάτε
να παίζετε για να χορεύετε

Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το πρωί και το μεσημέρι σε πίνουμε το βράδυ
πινουμε όλο πίνουμε
ένας άντρας κατοικεί στο σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
τα στάχτινα μαλλιά σου Σουλαμίτιδα παίζει με τα φίδια

Φωναζει παίχτε πιο γλυκά το θάνατο ο θάνατος είναι ένας αριστοτέχνης απο τη Γερμανία
φωνάζει αγγίχτε πιο σκοτεινά τα βιολιά μετά θ ανέβετε σαν
καπνός τον αέρα
μετά θα έχετε έναν τάφο στα σύννεφα όπου κανείς κείτεται
ευρύχωρα
Μαύρο γάλα του πρωινού σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το μεσημέρι ο θάνατος είναι ένας αριστοτέχνης
απο τη Γερμανία
σε πίνουμε το βράδυ και το πρωί πίνουμε όλο πίνουμε
ο θάνατος είναι ένας αριστοτέχνης απο τη Γερμανία το μάτι του είναι γαλάζιο
σε χτυπά με σφαίρα μολυβένια σε πετυχαίνει ακριβώς
ένας άντρας κατοικεί στο σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
ρίχνει τα λυκόσκυλα του απάνω μας μάς δωρίζει έναν τάφο
στον αέρα
παίζει με τα φίδια κι ονειρεύεται ο θάνατος είν ένας αριστοτέχνης απ τη Γερμανία
τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
τα στάχτινα μαλλιά σου Σουλαμίτιδα

Μετάφραση Ολγας Βότση

WALKING AROUND Πάμπλο Νερούδα

Συμβαίνει πως κουράζομαι να ‘μαι άνθρωπος.
Συμβαίνει πως μπαίνω σε ραφτάδικα και σινεμάδες
μαραμένος, αδιαπέραστος, σαν ένας κύκνος από τσόχα
πλέοντας σ’ ένα νερό από καταγωγή και στάχτη.

Η οσμή από τα κομμωτήρια με κάνει να κλαίω με κραυγές.
Μονάχα θέλω μια ξεκούραση από πέτρες ή από μαλλί,
μονάχα θέλω να μη βλέπω καταστήματα και κήπους,
ούτε εμπορικά, διόπτρες, κι ασανσέρ.

Συμβαίνει πως κουράζομαι απ’ τα πόδια και τα νύχια μου
κι απ’ τα μαλλιά και τη σκιά μου.
Συμβαίνει πως κουράζομαι να ‘μαι άνθρωπος.

Όμως θα ήταν νόστιμο
να τρομάξω ένα συμβολαιογράφο μ’ έναν κομμένο κρίνο
ή θάνατο να δώσω σ’ ένα μοναχό μ’ ένα χτύπημα του αυτιού.
Θα ‘ταν ωραίο
να πηγαίνω στους δρόμους μ’ ένα μαχαίρι πράσινο
και βγάζοντας κραυγές ως να πεθάνω από το κρύο.

Δεν θέλω άλλο να ‘μαι ρίζα μες στις καταχνιές,
αβέβαιος, απλωμένος, τρέμοντας από όνειρο,
προς τα κάτω, στα μουσκεμένα έντερα της γης,
απορροφημένος, σκεπτικός, τρώγοντας κάθε μέρα.

Δεν θέλω για μένα τόσες δυστυχίες.
Δεν θέλω να συνεχίσω από ρίζα κι από τάφο,
από υπόγειο μόνος, από κελάρι με νεκρούς,
κοκαλωμένος, να πεθαίνω από πόνο.

Γι αυτό η Δευτέρα καίγεται σαν το πετρέλαιο
όταν με βλέπει να ‘ρχομαι με πρόσωπο από φυλακή,
κι ουρλιάζει στο πέρασμά της σαν μια ρόδα πληγωμένη,
και κάνει βήματα από ζεστό αίμα προς τη νύχτα.

Και με σπρώχνει σε κάποιες γωνιές, σε κάποια υγρά σπίτια,
σε νοσοκομεία όπου τα οστά βγαίνουν στο παράθυρο,
σε κάποια παπουτσάδικα με οσμή από ξύδι,
σε δρόμους φοβερούς σαν ουλές.

Υπάρχουνε πουλιά σε χρώμα από θειάφι και τρομεροί απροορισμοί
κρεμασμένοι από τις πόρτες των σπιτιών που μισώ,
υπάρχουν οδοντοστοιχίες ξεχασμένες σε μια καφετιέρα,
υπάρχουνε καθρέφτες
που θα ‘πρεπε να κλαίγανε από ντροπή και φόβο,
υπάρχουνε ομπρέλες σ’ όλα τα μέρη, και δηλητήρια, κι υποχρεώσεις.

Εγώ περνάω με ηρεμία, με μάτια, με παπούτσια,
με μανία, με λησμονιά,
περνάω, διασχίζοντας γραφεία και μαγαζιά ορθοπεδικής,
και αυλές όπου υπάρχουν ρούχα κρεμασμένα απόνα σύρμα:
σώβρακα, πετσέτες και πουκάμισα που κλαίνε
αργά βρώμικα δάκρυα.

Μετ. Β.Λ.

Παρασκευή, Απριλίου 28, 2006

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΕΣΤΕΤ Χοσέ Γιέρρο

 Εσύ που οσμίζεσαι το άνθος της ωραίας λέξης
ίσως δεν καταλαβαίνεις τις χωρίς άρωμα δικές μου.
Εσύ που ψάχνεις το νερό που τρέχει διάφανο
δεν πρέπει να πιεις τα κόκκινα νερά μου.

Εσύ που ακολουθείς το πέταγμα της ομορφιάς, ίσως
ποτέ δεν σκέφτηκες πώς μας φλερτάρει ο θάνατος
ούτε πώς ζωή και θάνατος – νερό και φωτιά- αδελφωμένα
σκάβουν σιγά σιγά το βράχο μας.

Τελειότης της ζωής που μας διαπλάθει και μας ετοιμάζει
για του θανάτου την τελειότητα τη μακρινή.
Τα υπόλοιπα, λέξεις, λέξεις, όλο λέξεις,
Αχ! Τι θαυμάσιες λέξεις!

Εσύ που πίνεις το κρασί στην ασημένια κούπα
δεν γνωρίζεις το δρόμο της πηγής που αναβλύζει
στην πέτρα. Δεν χορταίνεις τη δίψα σου στο καθαρό νερό της
με τα δυο χέρια σου σαν κούπα.

Τα ξέχασες όλα γιατί τα ξέρεις όλα.
Περνάς για αφεντικό, κι όχι αδελφός μικρός των όσων ονομάζεις.
Και ξεχνάς ( «Το Έργο Μου», λες) ξεχνάς
ότι ζωή και θάνατος είναι το έργο σου.

Δεν ήρθες στη γη να βάλεις σύνορα και τάξη
στην θαυμαστή αταξία των πραγμάτων.
Ήρθες να τα ονομάσεις, να τα μεταλάβεις
χωρίς να υψώσεις φράχτες για τη δόξα σου.

Τίποτα δεν σου ανήκει. Όλα πλημμύρα είναι, χείμαρρος.
Και τα νερά σου στη χρονική σου κοίτη εκβάλλουν.
και γινωμένα ένα ποτάμι τα ρίχνεις στη θάλασσα
«που είναι ο θάνατος» όπως λέει κι ο στίχος.

Δεν ήρθες για να βάλεις τάξη, σύνορο. Ήρθες
να κάνεις για ν’ αλέσει η μυλόπετρα με το περαστικό νερό σου.
Το τέλος σου δεν βρίσκεται σε σένα ( «Το Έργο Μου», λες) , ξεχνάς
ότι ζωή και θάνατος είναι το έργο σου.

Και πως το άσμα που σήμερα λες σβηστό θα ‘ναι μια μέρα
από τη μουσική άλλων κυμάτων.

 Μετ. Β.Λ.


Κυριακή, Απριλίου 02, 2006

Επικήδειος Θρήνος W. H. Auden (1907-1973)

Σταμάτα χρόνε πια κι εσείς τηλέφωνα σιγήστε...
Με κάποιο κόκαλο γλυκό συχάστε το σκυλί...
Σιωπήστε πιάνα. Σιγανό τύμπανο ξεκινήστε...
Βγάλτε το φέρετρο σιγά, που μοιρολόι καλεί...

Ας κάνουν τ' αερόπλανα κύκλους εκεί ψηλά,
γράφοντας "ΧΑΘΗΚΕ", στο σκοτισμένον ουρανό...
Φορέστε κρέπια πένθιμα στα περιστέρια τα λευκά...
Με μαύρα γάντια, οι τροχονόμοι να βγουν' στο δειλινό...

Ήταν Βορράς και Νότος μου, Δύση κι Ανατολή μου,
της Κυριακής η ανάπαυση κι οι καθημερινές μου,
απόγιομα, μεσάνυχτα, σιωπή μα και φωνή μου!
Λάθος... Για πάντα πίστεψα ετούτες τις χαρές μου...

Τ' αστέρια πια να σβήσουνε, καμμιά δε τα 'χω χρεία...
Κρύψτε το φως του φεγγαριού... Και βγάλτε μου παρακαλώ
τον ήλιο απ' τη πρίζα... Χαθείτε με τη μία,
δάση κι ωκεανοί... Τίποτε πια για 'με δε θα 'ν' καλό...

Μετ. Πάτροκλος http://www.peri-grafis.com